- παλισ(σ)άνδρο
- το, και παλισ(σ)άνδρη, ηβοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Δαλβεργία η πλατύφυλλη και εμπορική ονομασία τού ξύλου του, το οποίο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και στη λεπτουργική.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. palissandre < λ. τών ιθαγενών γλωσσών τής Γουιάνας. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.